- μεσοβρογχικός
- -ή, -ό1. αυτός που βρίσκεται μεταξύ τών δύο βρόγχων1. φρ. «μεσοβρογχικός σύνδεσμος»ανατ. στερεός ινώδης σύνδεσμος στο κάτω άκρο τής τραχείας, ο οποίος συγκρατεί τους δύο μεγάλους βρόγχους εκεί όπου αποσχίζονται από την τραχεία.
Dictionary of Greek. 2013.